προσκυρώσῃ

προσκυρώσῃ
προσκυρώσηι , προσκύρωσις
confirmation
fem dat sg (epic)
προσκυρόω
confirm
aor subj mid 2nd sg
προσκυρόω
confirm
aor subj act 3rd sg
προσκυρόω
confirm
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προσκύρωση — η / προσκύρωσις, ώσεως, ΝΜΑ [προσκυρῶ] πρόσθετη επιβεβαίωση, επικύρωση νεοελλ. μσν. (νομ.) η απονομή με δικαστική πράξη τής κυριότητας ενός πράγματος που ανήκει σε άλλον νεοελλ. (νομ. πολεοδ.) αναγκαστική αφαίρεση οικοπέδου που μετά από ρυμοτομία …   Dictionary of Greek

  • προσκυρωτικός — ή, ό / προσκυρωτικός, ή, όν, ΝΜ [προσκυρῶ] αυτός που χρησιμεύει για προσκύρωση, ο επικυρωτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”